- σχεδίης
- σχέδιοςnearfem gen sg (epic ionic)σχεδίαraftfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύδεσμος — η, ο / πολύδεσμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδων αρχ. 1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς 2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ… … Dictionary of Greek